λωβώ — (I) λωβῶ, όω (AM) [λώβα] μσν. μέσ. λωβοῡμαι, όομαι προσβάλλομαι από λέπρα ή είμαι λεπρός αρχ. (για τη λέπρα) ακρωτηριάζω. (II) λωβῶ, άω και έω (Α) βλ. λωβῶμαι … Dictionary of Greek
απολωβώμαι — ἀπολωβῶμαι ( άομαι) (Α) [λωβώ ( άω)] εξαθλιώνομαι, φτάνω σε αξιοθρήνητο κατάντημα … Dictionary of Greek
καταλωβώ — καταλωβῶ, άω (Α) καταστρέφω, ακρωτηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λωβῶ «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
λωβώμαι — λωβῶμαι, άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῡμαι, έομαι και λωβεῡμαι) [λώβη] (κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, άω) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. ζημιώνω, βλάπτω αρχ. 1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε»… … Dictionary of Greek
λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
ρινολώβητος — όν, Μ αυτός που τού έχουν κόψει τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + λωβητός (< λωβῶ μαι «κακοποιώ, ακρωτηριάζω»)] … Dictionary of Greek