λωβῶ

λωβῶ
λωβάομαι
outrage
pres imperat mp 2nd sg
λωβάομαι
outrage
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
λωβάζω
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
λωβός
masc/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λωβώ — (I) λωβῶ, όω (AM) [λώβα] μσν. μέσ. λωβοῡμαι, όομαι προσβάλλομαι από λέπρα ή είμαι λεπρός αρχ. (για τη λέπρα) ακρωτηριάζω. (II) λωβῶ, άω και έω (Α) βλ. λωβῶμαι …   Dictionary of Greek

  • απολωβώμαι — ἀπολωβῶμαι ( άομαι) (Α) [λωβώ ( άω)] εξαθλιώνομαι, φτάνω σε αξιοθρήνητο κατάντημα …   Dictionary of Greek

  • καταλωβώ — καταλωβῶ, άω (Α) καταστρέφω, ακρωτηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λωβῶ «καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • λωβώμαι — λωβῶμαι, άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῡμαι, έομαι και λωβεῡμαι) [λώβη] (κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, άω) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. ζημιώνω, βλάπτω αρχ. 1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε»… …   Dictionary of Greek

  • λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ρινολώβητος — όν, Μ αυτός που τού έχουν κόψει τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + λωβητός (< λωβῶ μαι «κακοποιώ, ακρωτηριάζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”